- λεμφοκύτταρο
- τομονοπύρηνο λευκό αιμοσφαίριο μικρών διαστάσεων, που περιέχει μειωμένη ποσότητα κυτταροπλάσματος και απαντά κυρίως στους λεμφικούς ιστούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphocyte < lymph(o)- (βλ. λεμφ[ο]-) + -cyte (< κύτος)].
Dictionary of Greek. 2013.